- ξεμεθώ
- (α) 1. μετ. отрезвлять;2, αμετ. протрезвляться, отрезвляться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμεθώ — ξεμεθάω / ξεμεθώ, ξεμέθυσα βλ. πίν. 177 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεμεθώ — άω 1. συνέρχομαι από το μεθύσι, γίνομαι και πάλι νηφάλιος 2. βοηθώ κάποιον να συνέλθει από τη μέθη, τόν βοηθώ να ανακτήσει τις αισθήσεις του … Dictionary of Greek
εκνήφω — ἐκνήφω (AM) 1. γίνομαι νηφάλιος, ξεμεθώ 2. έρχομαι στον εαυτό μου, συνέρχομαι αρχ. απομακρύνω, εξαφανίζω … Dictionary of Greek
εξοινώ — ἐξοινῶ, έω (Α) [έξοινος] 1. είμαι μεθυσμένος 2. ξεμεθώ … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεζαλίζω — (Μ ξεζαλίζω) διώχνω τη ζάλη από κάποιον, τόν συνεφέρω («τού έφτειαξα καφέ και τόν ξεζάλισα») νεοελλ. 1. (το μέσ.) ξεζαλίζομαι α) αποβάλλω το αίσθημα τής ζάλης, συνέρχομαι («διώξε τσ αυτούς τσι λογισμούς, ξύπνησε, ξεζαλίσου», Ερωτόκρ.) β) (για… … Dictionary of Greek
ξεμέθυσμα — το το να συνέρχεται κανείς από τη μέθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ξεμέθυσα τού ξεμεθώ + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
ξεμέθυστος — η, ο [ξεμεθώ] αυτός που ξεμέθυσε, αμέθυστος, νηφάλιος … Dictionary of Greek
ξεμεθάω — / ξεμεθώ, ξεμέθυσα βλ. πίν. 177 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής